βατήρας

βατήρας
ο
1. πέτρα που χρησιμοποιείται ως πάτημα για να ιππεύσει κανείς: Αυτό το άλογο είναι ψηλό και γι’ αυτό χρειάζεται βατήρας για να το ιππεύσει κανείς.
2. η βαλβίδα, ξύλινο βάθρο όπου πατάει ο αθλητής ορισμένων αθλημάτων για να πάρει ώθηση, ορμή: Στο «άλμα εις μήκος» ο βατήρας είναι απαραίτητος.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • βατήρας — ο (Α βατήρ, ῆρος) [βαίνω] 1. πέτρα στην οποία στηρίζεται κάποιος για να ιππεύσει 2. η βαλβίδα από την οποία πηδά ο άλτης αρχ. 1. βάση αγάλματος ή ανδριάντα 2. το τέρμα του αγωνίσματος του δρόμου 3. βακτηρία, ραβδί 4. το κλειδί με το οποίο τόνιζαν …   Dictionary of Greek

  • πισίνα — Μικρή τεχνητή λίμνη, κατάλληλη για λουτρά και για αγώνες κολύμβησης και κατάδυσης. Ο όρος προέρχεται από τις μεγάλες στέρνες που κατασκεύαζαν οι Ρωμαίοι πατρίκιοι στις βίλες τους, όπου διατηρούσαν ψάρια (pesce = ψάρι)· πισίνες ονόμαζαν επίσης τις …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Αθλητισμός — Ο ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ Καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων Οι θεωρίες που έχουν διατυπωθεί για την καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων είναι πολλές. Πολλά από τα αθλήματα, όπως το τρέξιμο, το ακόντιο και η… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”